- επισπορία
- ἐπισπορία, ἡ (Α) [επίσπορος]1. επισπορά2. το να ρίχνει κανείς τους σπόρους ακατάστατα, τον ένα πολύ κοντά στον άλλο, όχι σε κανονικές αποστάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισπορία — ἐπισπορίᾱ , ἐπισπορία fem nom/voc/acc dual ἐπισπορίᾱ , ἐπισπορία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπορίην — ἐπισπορία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)